βαβίζω

βαβίζω
βαβίζω or [suff] ἀωτ-ύζω,
A = βαΰζω, Zenod. ap. Ammon.p.231 V.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαβίζω — βαβίζω, βάβισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαβίζω — (Μ βαβύζω) γαβγίζω νεοελλ. 1. βρίζω, κατηγορώ 2. μουρμουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. βαβ*, που μιμείται το γάβγισμα του σκύλου] …   Dictionary of Greek

  • βαβίζω — ισα, γαβγίζω: Μη βαβίζεις σαν σκυλί που το δέρνουν! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαβίζει — βαβίζω pres ind mp 2nd sg βαβίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάβισμα — το [βαβίζω] το γάβγισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”